χωστρίς — filling up the ditch of a town fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωστρίδα — χωστρίς filling up the ditch of a town fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωστρίδας — χωστρίς filling up the ditch of a town fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωστρίδες — χωστρίς filling up the ditch of a town fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωστρίδος — χωστρίς filling up the ditch of a town fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωστρίδων — χωστρίς filling up the ditch of a town fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωστρίσι — χωστρίς filling up the ditch of a town fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελώνα — η / χελώνη, ΝΜΑ, και χελύνη και αιολ. τ. χελύννα και χέλυννα Α 1. οστρακοφόρο βραδύκίνητο ερπετό (α. «πηγαίνει σαν χελώνα» β. «ὀρεσκῴοιο χελώνης», Υμν. Ερμ. γ. «αἱ θαλάττιαι χελῶναι καὶ αἱ χερσαῑαι», Αριστοτ.) 2. το όστρακο τού ζώου αυτού 3.… … Dictionary of Greek